Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Ένας χρόνος μετά.



Πέρασε κι όλας ένας χρόνος. Ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που έφυγες. Ένα απόγευμα, ένα τηλεφώνημα. Σε είχαν πάει για ύπνο, σε έβαλαν στο κρεβάτι και εσύ έβγαλες την τελευταία σου πνοή, κοιμήθηκες για πάντα. Ήρθα να σε δω, δε μπορούσα να αφήσω τα δάκρυά μου να κυλήσουν, έπρεπε να φανώ δυνατή. Στεκόμουν με την πλάτη στον τοίχο και τους έβλεπα να σε αποχαιρετούν, να μιλούν μεταξύ τους, με τις νοσοκόμες, με την υπεύθυνη. Δεν άκουγα κανέναν, παρά μόνο σε κοίταζα. Η σκέψη μου πάλι δεν συναντούσε το βλέμμα μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι, κλείστηκα στο δωμάτιό μου και έκλαψα, έκλαψα πολύ. Με αθόρυβους λυγμούς για να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Δεν ήθελα να δώσω εξηγήσεις σε κανέναν αλλά ούτε και να ακούσω λόγια παρηγοριάς. Απλά ήθελα να κλάψω.
Έφυγες και δεν πρόλαβα να σου πω συγγνώμη. Συγγνώμη που ήμουν ανίκανη να κάνω αυτό που μου ζήτησες. Δεν σε ξέχασα μα, εκείνο το απόγευμα που ήρθα να σε δω και μου ζήτησες να σε πάρω από εκεί, το σκέφτομαι και δεν έχω συγχωρέσει τον εαυτό μου και ούτε πρόκειται να το κάνω ποτέ. Η αδυναμία μου να αντισταθώ στις αποφάσεις άλλων για εσένα που δεν άκουγαν αυτό που εσύ ήθελες, η δειλία μου να τους αντιμετωπίσω, με πληγώνει ακόμα.
Βρίσκεσαι πλέον στον τόπο που πάντα αγαπούσες μα είχες στερηθεί για χρόνια. Σου υποσχέθηκα ότι θα έρχομαι, είναι μια υπόσχεση που σκοπεύω να κρατήσω. Σ'αγαπούσα πολύ και θα συνεχίσω να σε αγαπώ για πάντα.

Υ.Γ. Παππού, να μου προσέχεις τη Γιαγιά.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Θα σε βρω, όπου και να 'σαι!





Άνοιξα τα μάτια μου και την είδα να ψάχνει για κάτι, έχοντας κάνει ανάστατο όλο το δωμάτιο. Τη ρωτάω, μισοκοιμισμένη ακόμα, "τι ψάχνεις"; Κάνει πως δεν ακούει, δε μου απαντάει και συνεχίζει το ψάξιμο. Ρωτάω πιο επίμονα αυτή τη φορά συμπληρώνοντας ότι τα έχει κάνει όλα άνω κάτω και να δω μετά ποιος θα τα συμμαζέψει. Αυτό το άκουσε και μου απάντησε: "κάνε δουλειά σου εσύ, θα συμμαζέψω εγώ πριν φύγω". Για το τί ψάχνει, ούτε κουβέντα. "Και που θα πας; Κυριακή είναι σήμερα, δε δουλεύεις." Γυρνάει με βλέμμα θολωμένο και μου λέει: "δε θα σου δώσω λογαριασμό. Και γιατί να πρέπει να είναι μέρα για δουλειά για να βγω έξω από αυτούς τους τοίχους; Δεν έχω το δικαίωμα για μια βόλτα, για ένα καφέ, για ένα κάτι τελοσπάντων εκτός σπιτιού; - ας το καλό, αφού την είχα μέχρι πρι λίγο καιρό", μονολογούσε. Προσπάθησα να σταματήσω το παρολίγον παραλήρημά της και σηκώθηκα να φτιάξω το δικό μου καφεδάκι. "Που πας"; με ρωτάει. "Να φτιάξω καφέ, ν'ανοίξει το μάτι μου", απαγορεύεται; Ντύσου να πάμε μαζί έξω για τον καφέ, κάνε γρήγορα. Σε 10 λεπτά να είσαι έτοιμη, θα σε περιμένω στην πόρτα. Ευκαιρία -σκέφτηκα- να τη ρωτήσω αν βρήκε τελικά αυτό που έψαχνε. Δεν κρατήθηκα. "Ναι", μου λέει. "Και τι ήταν αυτό; δε σε βλέπω να κρατάς κάτι", της λέω και πάλι. "Δεν είναι κάτι που το κρατάς με τα χέρια", μου λέει, "είναι κάτι το εσωτερικό". Πάει! λέω από μέσα μου, τρελλάθηκε αυτή. Ντύθηκα και φύγαμε, αλλά η απορία δε μου είχε λυθεί και όλο μεγάλωνε η περιέργια να μάθω τι στο καλό ήταν αυτό το εσωτερικό πράγμα που έψαχνε, υποθέτωντας πως για να κάνει έτσι, πρέπει να ήταν κάτι πολύ σημαντικό για αυτήν. Φυσικά, δεν άντεξα και ξαναρώτησα, αφού καθήσαμε χαλαρά στους μεγάλους καναπέδες με τον καφέ στο χέρι. "Θα μου πεις τι έψαχνες τελικά"; για να πάρω την αφοπλιστική απάντηση: "Την χαμένη μου αυτοπεποίθηση".