Η Νιόβη κλείστηκε
για άλλη μια φορά στον εαυτό της. Γύρισε στο ήσυχο και απομονωμένο διαμέρισμά
της, έβγαλε τα ρούχα της που είχαν γίνει μούσκεμα από την καταρρακτώδη βροχή
και μπήκε στο ντους με το νερό να τρέχει μαζί με τα δάκρυα που κυλούσαν από τα
μάτια της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ξεχάσει πως είναι να καίγονται τα μάτια
σου από το κλάμα, πως νιώθεις το κεφάλι σου να βαραίνει από τις σκέψεις και τις
θολές εικόνες που το περιτριγυρίζουν. Εκείνη τη στιγμή υποσχέθηκε στον εαυτό
της, ποτέ ξανά. Ποτέ δεν θα άφηνε το μυαλό της να παρασυρθεί από αυτό που
επιθυμούσε η καρδιά της. Θα προτιμούσε πλέον την ηρεμία της ψυχής της κι αν
αυτό σήμαινε μοναξιά, θα την άντεχε. Έμεινε κάτω από το ζεστό νερό περισσότερο
από όσο συνήθιζε, ένιωθε πως εξαγνιζόταν όλο της το σώμα κι άλλο τόσο η ψυχή
της. Βγήκε μόνο όταν ένιωσε να χαλαρώνει τόσο πολύ που τα πόδια της δεν θα την
κράταγαν άλλο όρθια.
Φόρεσε το μπουρνούζι της και με μια πετσέτα στέγνωσε
ελαφρά τα μαλλιά της μιας κι ο πονοκέφαλος εξακολουθούσε να τη σφυροκοπάει. Με
νωχελικά βήματα οδήγησε τον εαυτό της στην κουζίνα, άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί,
από αυτά που της είχαν φέρει στα γενέθλιά της, γέμισε το ποτήρι της και
κρατώντας το μπουκάλι στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο, έφτασε στο ιδιαίτερο
δωμάτιό της. Εκεί όπου μπορούσε πάντα να κλειστεί, να ηρεμήσει, να βρεθεί
αντιμέτωπη με το όνειρό της που άφησε στην άκρη για λόγους που ούτε η ίδια δε
μπορούσε να θυμηθεί πλέον. Ένα δωμάτιο στη μέση του οποίου δέσποζε ένα υπέροχο,
μαύρο πιάνο με ουρά, το ξεκίνημα του τότε ονείρου της. Άφησε το μπουκάλι στο
γραφείο, ήπιε μια γερή γουλιά απ’ το κρασί της και έβαλε το ποτήρι προσεκτικά
στο πάτωμα Σήκωσε την ουρά του πιάνου,
κάθισε και ξεκίνησε να παίζει σκόρπιες νότες μέχρι που βρέθηκε να παίζει ένα
παλιό, γνώριμο τραγούδι. Ο ήχος που έβγαζαν τα άσπρα και τα μαύρα πλήκτρα, τα
χαρούμενα και λυπημένα στολίδια της μουσικής όπως τα έλεγε στους μαθητές της,
ανακατευόταν με τη βροχή και τον τρελό άνεμο που δεν έλεγε να κοπάσει. Όμως
ακόμα και ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ήχους, ο λυγμός της ήταν εκκωφαντικός. Δεν ένιωθε πια ηρεμία εκεί μέσα. Όχι τώρα τουλάχιστον.
Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και τον είδε μπροστά της. Να την κοιτάει
περιφρονητικά με βλέμμα παγωμένο, αδιάφορο πλέον για κείνη και με τα χέρια
δεμένα μπροστά του να περιμένει την αποχώρησή της. Σηκώθηκε τόσο απότομα που ζαλίστηκε,
παραπάτησε και λίγο έλειψε να χυθεί το κρασί απ’ το ποτήρι που είχε αφήσει πλάι
της στο πάτωμα. Ξανακάθισε στο μαύρο δερμάτινο με ξύλινα πόδια σκαμπό της πήρε
το κρασί και ήπιε άλλη μια γερή γουλιά, μετά άλλη μια μέχρι που άδειασε το
περιεχόμενο. Ένιωσε να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της. Δεν έπρεπε να είχε
πιει, θα έκανε κακό στον εαυτό της και όχι μόνο τώρα πια. Αν και ένιωθε ότι
ήθελε να ξαναγεμίσει το ποτήρι και να αφεθεί στη γεύση του υπέροχου κόκκινου κρασιού,
αντιστάθηκε. Σύρθηκε άλλη μια φορά μέχρι το μπάνιο, έριξε νερό στο πρόσωπό της
και όταν έστρεψε το βλέμμα της στον καθρέφτη είδε την ίδια Νιόβη που άφησε πίσω
της πριν χρόνια. Μια Νιόβη γεμάτη φόβο, πόνο, αγανάκτηση μα και πείσμα. Δεν θα
το έβαζε κάτω ούτε και τώρα. Άλλωστε ήταν μόλις 32, μα γνώριζε πλέον καλά τον
εαυτό της και τι ήταν ικανή να αντέξει.
Με αργά αλλά σταθερά βήματα βρέθηκε
στην κρεβατοκάμαρα της. Έβγαλε το μπουρνούζι και γυμνή όπως ήταν χώθηκε μέσα
στα καθαρά σεντόνια που είχε βάλει την ίδια μέρα το πρωί όταν ήρεμη,
χαμογελαστή και έτοιμη για όλα σηκώθηκε και φρόντισε το μικρό της διαμέρισμα.
Είχε ανοίξει τα παράθυρα να μπει το υπέροχο φως του ήλιου και το δροσερό αεράκι
εκείνης της όμορφης φθινοπωρινής ημέρας. Λάτρευε το φθινόπωρο, ερωτευμένη με το
χρώμα που έδινε στα φύλλα των δέντρων και με τη μυρωδιά των πρώτων βροχών, ήταν
κάτι που πάντα την ηρεμούσε αλλά και την ενέπνεε για περισσότερα, πολλά
περισσότερα. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε.